- ξεγέλασμα
- το, -ατοςαπάτη, παραπλάνηση, εξαπάτηση: Όλα ξεγέλασμα είν', όνειρα και πλάνη (Βαλαωρίτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεγέλασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεγελώ, απάτη, αποπλάνηση … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
απόγνωση — η (AM ἀπόγνωσις) [απογιγνώσκω] απελπισία μσν. νεοελλ. παραπλάνηση, ξεγέλασμα … Dictionary of Greek
αυταπάτη — η 1. το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του με τη φαντασία του, το ξεγέλασμα 2. η λανθασμένη κρίση κάποιου για τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπυρίδ. Σούγκρα] … Dictionary of Greek
βουκόλημα — βουκόλημα, το (Α) [βουκολώ] ξεγέλασμα, ανακούφιση … Dictionary of Greek
γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) … Dictionary of Greek
εξαπάτη — ἐξαπάτη, η (Α) εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
εξαπάτηση — η (Α ἐξαπάτησις) η πράξη και το αποτέλεσμα τού εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.) … Dictionary of Greek
ζαβολιά — η 1. παράβαση τών όρων τού παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα 2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια… … Dictionary of Greek
ηπερόπευμα — ἠπερόπευμα, τό (Α) [ηπεροπεύω] το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα … Dictionary of Greek